- ἀλαλατός
- ἀλαλᾱτός , ἀλαλητόςshout of victorymasc nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλαλατός — ἀλαλατός, ο (Α) [ἀλαλά] δωρικός τ. αντί ἀλαλητός* … Dictionary of Greek